πλησιόχωρος

πλησιόχωρος
-η, -ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί-χωρος, στενό-χωρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλησιόχωρος — adjacent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιόχωρον — πλησιόχωρος adjacent masc/fem acc sg πλησιόχωρος adjacent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώροις — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώροισι — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρου — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρους — πλησιόχωρος adjacent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρων — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιοχώρῳ — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιόχωρα — πλησιόχωρος adjacent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”